ψιλογράφος

ψιλογράφος
ο тот, кто пишет мелким почерком ,

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ψιλογράφος" в других словарях:

  • ψιλογράφος — ο, η, Ν άτομο που γράφει με πολύ λεπτά και μικρά γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + γράφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • ψιλο- — Ν α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο ψιλός* και δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) έχει μικρό πάχος ή μικρή διάμετρο, είναι λεπτός ή πολύ μικρός (πρβλ. ψιλο αλεσμένος, ψιλό γνεθος, ψιλό φλουδος) β) υπάρχει ή… …   Dictionary of Greek

  • ψιλογραφία — η, Ν το έργο τού ψιλογράφου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»